- καθρέφτης
- Βλ. λ.κάτοπτρο.
* * *και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης)1. κάτοπτρο2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ.3. υπόδειγμα, ομοίωμανεοελλ.1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες σας, ώσπου να γίνουν καθρέφτης»)2. (κατ' επέκτ.) κάτι που έχει καθαριστεί με επιμέλεια («έκανε την αυλή καθρέφτη»)3. ενέργεια ή κατάσταση που απεικονίζει πραγματικότητα («η έκφραση τών ματιών είναι καθρέφτης τής νοημοσύνης»)4. θηρευτικό όργανο για την προσέλκυση και το κυνήγι τών κορυδαλλών5. μέρος τής θύρας, τα πλατώματα που περιλαμβάνονται μεταξύ τών τελάρων τής κάσας μιας θύρας, αλλ. τύμπανο ή ταμπλάς6. το πλατύ σανίδωμα τής πρύμνης τής βάρκας ή τών παλιών ιστιοφόρων7. παροιμ. α) «γριά που θέλεις παντρειά κοιτάξου στον καθρέφτη» — γι' αυτούς που έχουν παράλογες αξιώσειςβ) «ό,τι μούτρα δείξεις στον καθρέφτη, εκείνα σού δείχνει» — για ανταπόδοση τών ίσων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάτ-οπτρον* που υπέστη σειρά μεταβολών. Συγκεκριμένα: κάτ-οπτρον > κάθ-οπτρον με δάσυνση κατ' αναλογική επίδραση τού ὁρῶ, φαινόμενο σύνηθες κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (πρβλ. καθ-οπτεύω, ἐφ-όπτης αντί τών ορθών κατ-οπτεύω, ἐπ-όπτης). Εν συνεχείᾳ κάθοπτρον > κάθροπτον με μετάθεση τού υγρού συμφώνου -ρ- (πρβλ. και μαρτυρούμενο αττ. τ. κάτροπτον). Το κάθροπτον θα πρέπει να έδωσε *καθρόπτης με αλλαγή γένους κατά τα αὐτόπτης, ἐπόπτης και κατόπιν, με μεταβολή τού συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ-, θα πρέπει να προέκυψε τ. *καθρόφτης. Η τελευταία μεταβολή τού -όφτης σε -έφτης έγινε ίσως κατά τα κλέφτης, ψεύτης κ.λπ., επειδή η κατάλ. -όφτης στη Νέα Ελληνική είναι μάλλον ασυνήθιστη].
Dictionary of Greek. 2013.